- ἐξακοντισμοῦ
- ἐξακοντισμόςshootingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατμόκαυση — και ατμοκαυσία, η παλιά θεραπευτική μέθοδος καυτηρίασης με ειδικό μηχάνημα εξακοντισμού ατμού υψηλής θερμότητας … Dictionary of Greek